εὐέρκται

εὐέρκται
εὐέρκτης
masc nom/voc pl
εὐέρκτᾱͅ , εὐέρκτης
masc dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευέρκτης — εὐέρκτης, ὁ (Α) 1. ευεργέτης 2. πληθ. oἱ εὐέρκται τίτλος κοινωνικής τάξης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. τού ευεργέτης < θ. εργ + κατάλ. της] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”